πεντάδα — η σύνολο πέντε πραγμάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεντάδα — πεντάς group of five fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
καρδιάτις — καρδιᾱτις, ἡ (Α) [καρδία] (στους Πυθαγορείους) η πεντάδα … Dictionary of Greek
πέντε — ΝΑ, αιολ. τ. πέμπε Α άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο δηλώνει την ποσότητα που προκύπτει όταν σε τέσσερεις μονάδες προστεθεί άλλη μία, καθώς και το σύμβολό του νεοελλ. 1. (με άρθρ. ουδ. ως ουσ.) το πέντε καθετί που φέρει αυτόν τον αριθμό… … Dictionary of Greek
πεμπτάς — άδος, ἡ, Α [πέμπτος] η πεντάδα … Dictionary of Greek
πεντάδιον — τὸ, Α [πεντάς, άδος] ομάδα πέντε αντικειμένων, πεντάδα … Dictionary of Greek
πεντάρα — η 1. χάλκινο ή μεταλλικό νόμισμα αξίας πέντε λεπτών, το οποίο χρησιμοποιούσαν παλαιότερα και ισοδυναμούσε με το 1/20 τής δραχμής ή με μισή δεκάρα 2. το κοκάλινο ορθογώνιο πούλι τού ντόμινου που φέρει το κάθε μισό του ανά πέντε στίγματα, διπλό… … Dictionary of Greek
πεντάρι — το 1. νόμισμα αξίας πέντε λεπτών τής δραχμής, τάλιρο 2. σύνολο πέντε χαρτονομισμάτων τής ίδιας αξίας και, γενικά, ποσότητα πέντε ομοειδών πραγμάτων, πεντάδα 3. το αριθμητικό ψηφίο πέντε 4. παιγνιόχαρτο που έχει πέντε ομοιόχρωμα σήματα 5.… … Dictionary of Greek
πεντάς — η, ΝΜΑ βλ. πεντάδα … Dictionary of Greek